Κώδικας Δεοντολογίας

της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης της Αναλυτικής Ψυχολογίας

Εισαγωγή

1.1 Αυτός ο Κώδικας Δεοντολογίας καθορίζει τις ηθικές αξίες και τα πρότυπα επαγγελματικής συμπεριφοράς των μελών της ΕΕΜΑΨ στις σχέσεις τους με ασθενείς, με μέλη της ΕΕΜΑΨ και με άλλους ψυχοθεραπευτές.

1.2 Όλα τα μέλη της ΕΕΜΑΨ υποχρεούνται να συμμορφώνονται κατά την εργασία τους, στις αρχές που περιγράφονται εδώ . Ο Κώδικας ισχύει για τα τακτικά και τα δόκιμα μέλη.

Υποχρεώσεις Ψυχοθεραπευτή και Επαγγελματική Ικανότητα

2.1 Η εφαρμογή δεοντολογικών αρχών συνδέεται ουσιαστικά με την προστασία της ευημερίας των ασθενών. Είναι ευθύνη των ψυχοθεραπευτών να χρησιμοποιούν τις ψυχολογικές τους γνώσεις και τις θεραπευτικές δεξιότητές τους αποκλειστικά προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών τους.

2.2 Οι ψυχοθεραπευτές υποχρεούνται να σέβονται την προσωπική ακεραιότητα των ασθενών και των συναδέλφων τους, να τηρούν την επαγγελματική εχεμύθια και τους κανόνες περί προστασίας δεδομένων και να μην καταχρώνται την εμπιστοσύνη που προκύπτει από τη θεραπευτική σχέση.

2.3 Οι ψυχοθεραπευτές δεν επιτρέπεται να εκθέσουν τους πελάτες τους σε οποιαδήποτε μορφή εξαναγκασμού ή εκβιασμού, να χρησιμοποιήσουν ιδεολογική, θρησκευτική ή οποιαδήποτε άλλη κατήχηση, ή να έχουν σεξουαλικές σχέσεις μαζί τους.

2.4 Η ψυχοθεραπευτική πρακτική απαγορεύει κάθε μορφή διάκρισης, είτε βασίζεται στη θρησκεία, είτε σε καταγωγή, φύλο ή σεξουαλικό προσανατολισμό.

2.5 Οι ψυχοθεραπευτές απαγορεύεται να δηλώνουν ότι διαθέτουν προσόντα που δεν μπορούν να αποδείξουν.

2.6 Ο ψυχοθεραπευτής δεν επιτρέπεται να εργάζεται όταν βρίσκεται υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών, όταν η κατάσταση του επηρεάζεται προσωρινά ή μόνιμα από ψυχιατρική πάθηση που απαιτεί θεραπεία ή από σωματική κατάσταση που επηρεάζει την ικανότητα του να εφαρμόζει τις θεραπευτικές γνώσεις και ικανότητες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο ψυχοθεραπευτής υποχρεούται να συμβουλεύεται τον επόπτη του ή άλλον ειδικό ώστε να λάβει επαρκή βοήθεια.

2.7 Ο ψυχοθεραπευτής υποχρεούται να ενημερώσει τον Πρόεδρο της ΕΕΜΑΨ σε περίπτωση που του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη. Υποχρεούται να δώσει με ειλικρίνεια όποια λεπτομέρεια για τα συμβάντα του ζητηθεί.

Σχέση Ψυχοθεραπευτή και Πελάτη

3.1 Ο ψυχοθεραπευτής υποχρεούται να παρέχει κατάλληλες συνθήκες για τη θεραπεία και να διατηρεί με προσήλωση τα επαγγελματικά όρια με τον πελάτη του. Είναι ευθύνη του να ενημερώνει τον ασθενή για τους γενικούς κανόνες που διέπουν τη θεραπευτική σχέση.

3.2 Στο ξεκίνημα της θεραπείας, ο ψυχοθεραπευτής οφείλει να ενημερώνει με σαφήνεια τον πελάτη σχετικά με τους όρους και τις διαδικασίες του θεραπευτικού πλαισίου, δηλαδή σχετικά με τη διάρκεια και τη συχνότητα των συνεδριών, καθώς και τους όρους αμοιβής του. Ο αναλυτής υποχρεούται να λάβει την επιβεβαίωση του ασθενούς ότι συμφωνεί και ότι θα συμμορφωθεί με τους όρους. Ο αναλυτής υποχρεούται να ενημερώνει έγκαιρα και επαρκώς τον ασθενή σχετικά με αλλαγές στη διευθέτηση(π.χ. αλλαγή των μεθόδων και ύψους της αμοιβής, αλλαγή διεύθυνσης κτλ.), καθώς και σε αλλαγές στο πρόγραμμα των συνεδριών λόγω αναγκαίας απουσίας του.

3.3 Όσο  διαρκεί η θεραπεία, πρέπει να τίθενται σαφείς περιορισμοί στις κοινωνική συναναστροφή με τον πελάτη. Μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα της υπάρχουσας θεραπευτικής σχέσης(λόγω της διάρκειας του φαινομένου της μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης) και να τίθενται περιορισμοί και επίδειξη διακριτικότητας στην περίπτωση κοινωνικής επαφής.

3.4 Η κοινωνική επαφή με συγγενείς του πελάτη θα πρέπει να συμβαίνει με μεγάλη προσοχή και μόνο με την σαφή συγκατάθεση του πελάτη. Εξαιρέσεις μπορούν να γίνουν σε σπάνιες και καλά τεκμηριωμένες περιπτώσεις: στη θεραπεία των ανηλίκων ή όταν ο πελάτης είναι επικίνδυνος για τον εαυτό του ή κάποιον άλλο. Ένας ψυχοθεραπευτής θα πρέπει να αποφύγει να συνεργαστεί με άτομα του συγγενικού ή φιλικού περιβάλλοντος ή με οποιοδήποτε πρόσωπο συνδέεται στενά με τον πελάτη του.

3.5 Ο ψυχοθεραπευτής δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να καταχραστεί τη θεραπευτική σχέση με τον ασθενή. Η απαγόρευση αυτή περιλαμβάνει όλες τις μορφές οικονομικής απάτης, εκβιασμού, προσωπικής προβολής, προώθησης της πολιτικής ατζέντας και  θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων.

3.6 Οι ψυχοθεραπευτές απαγορεύεται να έχουν σεξουαλική σχέση με τους πελάτες τους. Ο τερματισμός μιας θεραπείας για την ευόδωση σεξουαλικής σχέσης είναι επίσης ανήθικος.

3.7 Οι ψυχοθεραπευτές απαγορεύεται να χρησιμοποιούν σωματική βία με πελάτες. Εξαίρεση αποτελεί η ακραία κατάσταση όπου ο πελάτης συνιστά απειλή για τον εαυτό του και τους άλλους, και χρειάζεται να εμποδιστεί η καταστροφική του πρόθεση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο ψυχοθεραπευτής χρειάζεται να ζητήσει βοήθεια από τις κατάλληλες υπηρεσίες(πχ αστυνομία, ΕΚΑΒ κτλ.) για την παροχή περαιτέρω φροντίδας στον πελάτη.

Εμπιστευτικότητα

4.1 Η εμπιστευτικότητα και η διατήρηση της ανωνυμίας των ασθενών είναι ζωτικής σημασίας και μια από τις σημαντικότερες ευθύνες των ψυχοθεραπευτών στην εργασία με τους πελάτες τους. Το ίδιο δεσμευτική είναι τόσο για τον ψυχοθεραπευτή όσο και για τον κλινικό επόπτη.

4.2 Οι ψυχοθεραπευτές (καθώς και οι επόπτες) υποχρεούνται να προστατεύουν την ιδιωτική ζωή του ασθενούς, συμπεριλαμβανομένων σημειώσεων και κάθε άλλης πληροφορίας που αφορά τον ασθενή.

4.3 Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στη δημοσίευση κλινικών δεδομένων και στην παρουσίαση κλινικών περιπτώσεων σε εκπαιδευτικά σεμινάρια, καθώς και σε άλλες μορφές επαγγελματικών συναντήσεων. Κλινικό υλικό δεν μπορεί να δημοσιεύεται ή να παρουσιάζεται δημόσια δίχως την συγκατάθεση του πελάτη που αφορά.

4.4 Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να παρακαμφθεί η υποχρέωση της εμπιστευτικότητας και της ανωνυμίας. Τέτοιες περιπτώσεις είναι

– η κακοποίηση παιδιών (ο ψυχοθεραπευτής θα πρέπει να καταγγείλει στους αρμόδιους φορείς),

– σε περίπτωση που ο αναλυτής δεχθεί δικαστική διαταγή.

Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό, το μέλος της ΕΕΜΑΨ να επικοινωνεί διλλήματα ή δυσκολίες με τον επόπτη ή/και τον πρόεδρο της Εταιρείας.

Σχέσεις με Συναδέλφους

5.1 Τα μέλη της ΕΕΜΑΨ δεν επιτρέπεται να προσβάλουν να δυσφημούν ή να κάνουν αρνητικά σχόλια σχετικά με την επαγγελματική ποιότητα συναδέλφων- μελών της ΕΕΜΑΨ καθώς και επαγγελματιών σε ευρύτερους συναφείς τομείς, στους πελάτες τους ή και δημόσια.

5.2 Κανένα μέλος της ΕΕΜΑΨ δεν επιτρέπεται να αναλάβει ψυχοθεραπευτικά πελάτη ο οποίος βρίσκεται ήδη σε θεραπεία με συνάδελφο- μέλος. Επιτρέπεται μόνο εφόσον απαιτείται παράλληλη φαρμακοθεραπεία(εάν δηλαδή ο συνάδελφος- μέλος είναι ψυχίατρος).

5.3 Στις περιπτώσεις που μέλος της ΕΕΜΑΨ κάνει δημόσιες δηλώσεις(πχ συνέντευξη), υποχρεούται να διαφυλάσσει το κύριος και την ευημερία της Εταιρείας και των υπόλοιπων μελών της.

5.4 Σε περίπτωση που ένα μέλος αντιληφθεί ότι συνάδελφός, επίσης μέλος της ΕΕΜΑΨ έχει παραβιάσει τον Κώδικα Δεοντολογίας, υποχρεούται να ενημερώσει σχετικά την Επιτροπή Δεοντολογίας .

Επιτροπή Δεοντολογίας

6.1 Η Επιτροπή Δεοντολογίας είναι μόνιμο όργανο της ΕΕΜΑΨ και αποτελείται από τρία τακτικά μέλη της ΕΕΜΑΨ.

6.2 Η επιλογή καθώς και παύση/ αντικατάσταση των μελών της Επιτροπής αποφασίζεται από τη Γενική Συνέλευση των μελών της ΕΕΜΑΨ.

Λειτουργία της Επιτροπής Δεοντολογίας

7.1 Η Επιτροπή διερευνά καταγγελίες μελών, πελατών ή άλλων προσώπων για τυχόν παραβίαση του Κώδικα Δεοντολογίας από μέλος της ΕΕΜΑΨ.

7.2 Μετά την εξέταση της καταγγελίας, η Επιτροπή Δεοντολογίας συνεδριάζει και παίρνει την οριστική απόφαση σχετικά με την επιβολή ή όχι κυρώσεων- συστάσεων.

7.3 Όλες οι καταγγελίες πρέπει να υποβάλλονται στον πρόεδρο της Επιτροπής Δεοντολογίας. Σε περίπτωση που η καταγγελία έχει υποβληθεί στον πρόεδρο της ΕΕΜΑΨ εκείνος θα την παραπέμψει εκ νέου στον Πρόεδρο της Επιτροπής Δεοντολογίας.

7.4 Μόλις ληφθεί η καταγγελία, ο πρόεδρος της Επιτροπής Δεοντολογίας θα ζητήσει από τον καταγγέλλοντα  να την υποβάλει γραπτώς. Σε αυτό το σημείο, ο καταγγέλλων θα κληθεί να συμφωνήσει ότι το καταγγελλόμενο μέλος, πιθανά θα ενημερωθεί για τις λεπτομέρειες της καταγγελίας.

7.5 Εάν η Επιτροπή Δεοντολογίας διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν λόγοι για την διενέργεια περαιτέρω έρευνας, ενημερώνει εγγράφως τον καταγγέλλοντα.

7.6 Εάν η Επιτροπή Δεοντολογίας κατά την εξέταση της καταγγελίας κρίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις  παραβίασης του Κώδικα Δεοντολογίας, κινείται η ακόλουθη διαδικασία:

  1. Το καταγγελλόμενο μέλος ενημερώνεται εγγράφως για τη φύση της καταγγελίας και του παρέχονται όλες οι σχετικές πληροφορίες σχετικά με την καταγγελία. Επίσης, το μέλος θα κληθεί εγγράφως να παραστεί σε συνεδρίαση της Επιτροπής Δεοντολογίας, η οποία θα πραγματοποιηθεί τουλάχιστον 30 ημέρες μετά την ημερομηνία της εν λόγω κοινοποίησης, αλλά το αργότερο εντός 120 ημερών.
  2. Εάν θεωρηθεί αναγκαίο, η επιτροπή δεοντολογίας μπορεί να ζητήσει κοινή συνεδρίαση με παρουσία του μέλος της ΕΕΜΑΨ και τον καταγγέλλοντα, εφόσον ο δεύτερος τυγχάνει να είναι επίσης μέλος της ΕΕΜΑΨ.
  3. Εάν, μετά από λεπτομερή έρευνα, η Επιτροπή Δεοντολογίας διαπιστώσει ότι ένα μέλος της ΕΕΜΑΨ έχει πράγματι παραβιάσει τον Κώδικα Δεοντολογίας, μπορεί ανάλογα με τη φύση της παράβασης δύναται να επιβάλει τις ακόλουθες κυρώσεις/συστάσεις(μία από τις ακόλουθες ή και παραπάνω):
  • Απολογία στον καταγγέλλοντα από το μέλος
  • Προειδοποίηση προς τον παραβάτη του Κώδικα Δεοντολογίας
  • Αίτημα εποπτείας της εργασίας του παραβάτη του Κώδικα, η οποία θα πραγματοποιηθεί από έμπειρο συνάδελφο, αφού καθοριστεί η χρονική διάρκεια και η μέθοδος της εποπτείας
  • Σύσταση για συνέχιση- εντατικοποίηση της προσωπικής ανάλυσης / θεραπείας
  • Προσωρινή αναστολή ή μόνιμη αποπομπή από την ιδιότητα του μέλους της ΕΕΜΑΨ

7.7 Το καταγγελλόμενο μέλος και ο καταγγέλλων ενημερώνονται γραπτώς για τις αποφάσεις της Επιτροπής Δεοντολογίας σχετικά με την καταγγελία, το αργότερο τρεις εβδομάδες μετά την λήψη της απόφασης. Παράλληλα, ενημερώνονται για το δικαίωμα τους να προσφύγουν εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δεοντολογίας.

7.8 Ο καταγγέλλων θα πρέπει να παρουσιάσει βάσιμο λόγο για την προσφυγής και να παρέχει κάθε πληροφορία που θα την υποστηρίζει. Οι λόγοι της προσφυγής μπορεί να περιλαμβάνουν διαδικαστικά σφάλματα ή νέα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν υπό αμφισβήτηση το κύρος της απόφασης της Επιτροπής.

7.9 Ο καταγγέλλων και το ενδιαφερόμενο μέλος θα ενημερωθούν γραπτώς για την τελική απόφαση, το αργότερο εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία λήψης της απόφασης της Επιτροπής Δεοντολογίας.

7.10 Εάν το καταγγελλόμενο μέλος αρνηθεί να συμφωνήσει γραπτώς με τα μέτρα που επιβλήθηκαν και δεν ακολουθήσει τις συστάσεις/κυρώσεις της Επιτροπής Δεοντολογίας η ιδιότητα του ως μέλους της ΕΕΜΑΨ τερματίζεται αυτόματα.

Τελικές Διατάξεις

8.1 Ο παρών Κώδικας βασίζεται στις κατευθύνσεις και την εμπειρία που έχει αποκτηθεί από την εποπτεία της Εταιρείας μας από την International Association of Analytical Psychology(IAAP).

8.2 Ο παρών Κώδικας Δεοντολογίας έχει εγκριθεί από τη Γενική Συνέλευση της ΕΕΜΑΨ.

8.3 Είναι πιθανό να προταθούν και να πραγματοποιηθούν αλλαγές στον Κώδικα Δεοντολογίας, εφόσον απαιτηθεί από πιθανή πρόοδο στον τομέα της Δεοντολογίας.