Μερικά από τα χρώματα της θλίψης

Οπωσδήποτε το μαύρο. Τα σκουρόχρωμα άμφια του πένθους αποκαλύπτουν μια αφοσιωμένη άσκηση στο επαναλαμβανόμενο σινιάλο του αποχαιρετισμού. Ίσως ακόμη αποτελούν στολές εκστρατείας ή αλληλέγγυας συμμετοχής στην κατάβαση του αναχωρημένου στα σκοτάδια ενός Άλλου Κόσμου. Το μαύρο, λένε επίσης, πως απορροφά κάθε άλλο χρώμα: ο θλιμμένος νους δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ξεστρατίσει στις προδοτικές αποχρώσεις άλλων φαντασιακών ενδεχομένων, είναι αλλεργικός σε παλέτες απείθαρχων εικόνων ζωντάνιας. Το μαύρο γεννά την ανάμνηση μιας ατελείωτης νύχτας, εκεί που η ανησυχία παντρεύεται την ανάμνηση, δίνοντας όρκους αιώνιου εορτασμού της επετείου τους στο μέλλον. Είναι σαν τον μαύρο σκύλο που κοιτάζει μελαγχολικά τον τοίχο και όλο φαίνεται πως κάτι του διαφεύγει: Αϋπνία. Ο αλχημικός μαύρος ήλιος(Sol Νiger), ενός αυθόρμητου και σιωπηλού, ειρηνικά βίαιου διαλογισμού, μιας πρωτόγονης καταστροφής του ήδη γνωστού μας κόσμου. Εμπνέεται από την παραμικρή, ασήμαντη για τους άλλους, απογοήτευση, μα για την μαύρη, δική μας θλίψη πανηγυρίζεται το απόλυτο. Το μαύρο, όμως, παραπέμπει και σε εκείνη τη υγρή, σκοτεινή σπηλιά που φροντίζονται από αλλόκοτα αέρινα, υγρά ή και χθόνια όντα, εγκαταλελειμμένα βρέφη, θεϊκές σπορές, τα ηρωικά πρώτα μπουσουλήματα ενδεχόμενων εαυτών.

Η θλίψη μπορεί και να είναι άσπρη. Λευκά φέρετρα μιας αδιανόητης λιτανείας, δροσερά ανοιξιάτικα λουλούδια που ποδοπατήθηκαν από απρόσεκτα παιδιά, τυλιγμένες γάζες- σάβανα βασάνων- με ξεθωριασμένες κηλίδες πάθους από τραύματα. Ταβάνια νοσοκομείων που λαμποκοπούν με μια αρρωστιάρικη, ψυχρή μητρικότητα. Η χλωμή ουλή μιας αθωότητας που σημαδεύτηκε αμετάκλητα από την αδιάφορη για τα ανθρώπινα, Ανάγκη. Ασβέστης στον μουχλιασμένο τοίχο: κίνδυνος νοσταλγικής μόλυνσης για την επιθυμία του άπιαστου ολόλευκου! Ίσως η θλίψη κατοικεί στα αστραφτερά λευκά δόντια μιας καλοδιαφημισμένης οδοντόκρεμας που ποθεί να εξωραΐσει το αναγκαστικό χαμόγελο. Η λευκή θλίψη μουλιάζει στις ονειρώξεις της χλωρίνης που ονειρεύεται δυο λεπτά αποστειρωμένης γαλήνης. Το άσπρο χιόνι της λησμονιάς, παγώνει την ανατομική μας καρδιά, μας φορτώνει με βαριά ρούχα. Πανοπλίες. Το χοντρό αλάτι που εμποδίζει το γλίστρημα στους ομοιόμορφους και απρόσωπα χιονισμένους δρόμους ή το λεπτό αλάτι στις πληγές, τις απότομες τσουλήθρες στο απύθμενο βάθος της «ψυχής». Το λευκό του αλατιού παστώνει τα συμβάντα ώστε να μη χαλάσουν από την υγρασία του  χρόνου. Υπακούει στην Αρχή της Συντήρησης: γαμήλια στεφάνια κρεμασμένα σε γυάλινα καδράκια. Καμιά φορά τολμούμε κλεφτές ματιές στην καταστροφή, όπως εκείνες της γυναίκας του Λοτ. Η θλίψη, πετρωμένο δάκρυ- στήλη άλατος- γίνεται μνημείο νοσταλγίας. Κατατονική θλίψη, ωδή στην Γόμορρα.

Η θλίψη είναι επίσης μπλε. Σαν την ρόμπα της Παρθένου, βασιλική και πένθιμη, όπως ο γκριζογάλανη διάθεση κάθε Μεγάλης ή μικρής μας Παρασκευής. Ο μαιευτήρας με στοργική φωνή καθησυχάζει: «είναι απλά baby blues», σα να χρειαζόμαστε τον θριαμβευτικό ύμνο ενός βρεφικού ουρλιαχτού ώστε να υποδεχθούμε την ελάσσονα εξατονική κλίμακα του καινούριου: μουσικές ορμόνες της μπλουζ. Η θλίψη είναι μπλε όπως το παιδικό χτύπημα όταν μπλαβίζει, σίγουρα ανησυχεί τον παρατηρητή, μα έχει χάσει την εκρηκτική ζωντάνια του επείγοντος. Είναι μπλε σαν το μελάνι που χύθηκε σε λίμνες λέξεων, σε απαρχαιωμένα καρτ- ποστάλ που κανείς πια δεν διαβάζει, παρά μόνο θαμπά, γερασμένα μάτια. Το μπλε γίνεται αόρατο. Το μπλε της θλίψης άλλοτε είναι αχανές σαν μια φαινομενικά ήρεμη, χειμωνιάτικη θάλασσα που γνωρίζει να εκπλήσσει με ξαφνικούς θυμούς, καταβροχθίζοντας παλιά και καινούρια ναυάγια. Άλλοτε υπαινικτική σαν το απόκοσμο σημάδι του Κυανοπώγωνα που διαφυλάσσει, φρικιαστικά μυστικά στην κοινή θέα της ανησυχητικής αφθονίας. Η μπλε οθόνη των υπολογιστών -your device run into a problem…-, προκαλεί αμήχανο δέος. Μια αγανακτισμένη θλίψη. Βλαστήμια στην ιερή βεβαιότητα της αποδοτικότητας. Το μπλε είναι ένα σπάνιο χρώμα στην στεριά. Ίσως για αυτό, ορισμένες φορές η μπλε θλίψη μας, αποκτά μια ιδιαίτερη αξία, ασχολούμαστε μαζί της με μια ιδιότυπη αποφευκτική ευλάβεια. Αντισταθμίζεται βεβαίως από το απέραντο μπλε του ουρανού που μας υπενθυμίζει πως ακόμη και η πιο ιδιωτική, μυστική, προσωπική μας θλίψη είναι εν τέλει καθολικό αγαθό. Διαθέτει αρχετυπική αξιοπρέπεια. Υπερβατική ισχύ.

Η θλίψη είναι πράσινη. Επίμονη σαν το κοτσανάκι που φυτρώνει στις ρωγμές του κράσπεδου. Ομιχλώδης και ακαθόριστη όπως ένα πυκνό ορεινό δάσος: βουίζει από ζωή η συμπαγής σιωπή της.  Άλλοτε, εντελώς ξαφνικά, τινάσσεται σαν την ακρίδα, την αδιάφορα αταίριαστη στους υπόλοιπους κινδύνους του αστικού τοπίου. Η θλίψη γνωρίζει να υποτάσσεται, να μένει χαμηλά, σαν τη χλόη- μια ταπεινή εξέγερση στα πιο υψηλά μας οράματα. Θρεπτική για θρεπτικά θηλαστικά. Είναι το χόρτο που όσο και αν κοροϊδέψουμε θα το βρούμε στην αυλή μας. Η πράσινη θλίψη είναι ερμητικά κλειστή όπως τα παλιά ξύλινα παντζούρια: μιμήσεις ενός εκκενωμένου κήπου της Εδέμ. Είναι διδακτική στην ανυπακοή όπως τα διαπραγματευτικά δάκρυα γύρω από τις υγιεινές σαλάτες των παιδιών. Είναι η όξινη απόλαυση του άγουρου λεμονιού που ωστόσο απαιτεί επίμονη δύναμη για να σου δώσει. Μας αναγκάζει να στύψουμε το κέλυφος μας. Στα κινούμενα σχέδια είναι πράσινο το δέρμα του χαρακτήρα που υποφέρει από δυσοίωνη αηδία. Πράσινη, ανοιξιάτικη φύση: θλιβερή διαπίστωση και αγαλλίαση του εφήμερου. Η πράσινη θλίψη, διαθέτει κάτι παρθενικό, μα προδιαθέτει για κάτι οργιαστικό.

Κίτρινη είναι και η θλίψη. Αχανείς αγροί σιτηρών σε ψυχικούς κάμπους που αδιαφορούν για τις κορυφές της επίγνωσης. Ανέμελο κρυφτό ανάμεσα σε Δήμητρα και Κόρη μέσα στην ευεργετική, θρεπτική βροχή. Γλύκα! «Είναι μια καταστροφή αν δε σε βρουν» λέει ο Winnicott, προφητεύοντας μια τιμωρητική και θλιβερή ανομβρία. Ισοτιμία! Διαφορετικότητα! Διάκριση! Η θλίψη αυτή κατοικεί σε τόπο ιερό. Εκείνον της υλικής αμεσότητας που απαιτεί μύηση στην πρωταρχικότητα της διάθεσης. Αγαπημένη πατρίδα της Άνιμα. Η θλίψη αυτή είναι σαν τα κιτρινισμένα δάκτυλα των φανατικών καπνιστών: Σημάδια σκληροτράχηλης, μαρτυρικής ασκητικής για ένα πνευματικό βύζαγμα. Καρκίνος του πνεύμονα, καρκίνος του πνεύματος. Ελπίδα διαλόγου με εκείνον τον ατμό που χορογραφεί την παρουσία της απουσίας. Ίκτερος: ένα κιτρίνισμα που σηματοδοτεί μια απόφραξη, ένα μπλοκάρισμα. Λίμνασμα παλιάς ολόπικρης χολής, ωχρή λίμπιντο που ερωτοτροπεί με τα μίση που διαρρέουν από ένα ξεχαρβαλωμένο συκώτι. Φλογερή τιμωρία του Προμηθέα. Ελπιδοφόρο δώρο της Πανδώρας. Η κίτρινη θλίψη είναι επίσης ένα εγκώμιο στο φθινόπωρο. Φιλοξενεί την προσδοκία της κούρασης, την πικρή γνώση πως το καλοκαίρι τελειώνει, τις αναγκαίες αυταπάτες πως όλα θα αλλάξουν. Από Δευτέρα…

Μα η θλίψη μπορεί να είναι ακόμη και ροζ. Ροζ δάκρυα, πάνω σε ροζ μαξιλαράκια, πίσω από ροζ κουρτίνες. Μια θεατρική προφητεία του μέλλοντος που στήνεται με κάθε σοβαρότητα: σε κουκλόσπιτα που φιλοξενούν καλοντυμένες κούκλες, πολύχρωμα πόνυ ομιλούντα πλαστικά βρέφη, μυήσεις στην υπομονετική φροντίδα που σώζει τον κόσμο αλλά απαιτεί εκπαίδευση και αντοχή στην θλιμμένη μοναξιά του κάθε μικροκαμωμένου Άτλαντα. Η ανάλαφρη γλυκύτητα μιας χαρωπής τραγωδίας της επανάληψης, διαθέτει τελετουργικές αβρότητες που αντισταθμίζουν την κρυπτομνησία για μαινάδες, αμαζόνες, διονυσιακούς χορούς και βεβαίως διαμελισμούς. Η ροζ θλίψη μαζεύει βρόχινα δάκρυα μέσα στα περίφημα και περιφρονημένα ροζ συννεφάκια. Αποκτούν επίγνωση της ήττας της υποκειμενικότητας, τα μάτια που κατηγορούνται πως κοιτάζουν πίσω από ροζ γυαλιά. Ο οδοστρωτήρας του κυνισμού είναι κρυφά ερωτευμένος με την ροζ θλίψη. Θλιμμένος κρότος της τσιχλόφουσκας που σκάει, γιορτάζοντας το ανέμελα άδειο ή το άδειο της ανεμελιάς: μια μήτρα κενή, δυνητικά καρποφόρα για ενήλικες έγνοιες. Η ροζ θλίψη απαιτεί προσοχή, διότι ανήκει επίσης στην αφροδισιακή εκδίκηση της πορνογραφίας. Εμμονική ροζ μοναξιά, βιαστική σαν τσαπατσούλικο κραγιόν που λερώνει τα δόντια. Οι οργασμοί της θυσιάζονται στο μαντείο της φαντασίας. Μασκαρεμένη πείνα επαφής με το απτό που αποκαλύπτει το πραγματικό της πρόσωπο: μια αιώνια πείνα για το άυλο. Υγρά όνειρα. Τα λερωμένα χαρτομάντηλα στον κάδο είναι ένα από τα ίχνη της φαντασίας. Πολύτιμα σκουπίδια, όπως και τα όνειρα. Day residues, via regia, που θα έλεγε και ο πατέρας(Freud).

Πόσα χρώματα έχει ακόμη η θλίψη! Μα ακόμη και αυτή, η μεγάλη Θεά της τήρησης του Αιώνιου, πρέπει κάποια στιγμή να τελειώσει. Ας επιτρέψουμε στον εαυτό μας μια μικρή, τελευταία, εξέγερση. Η θλίψη είναι κόκκινη: εκρηκτική και επώδυνη. Ωθεί σε μια θεραπευτική ομοιοκαταληξία: τραύματα, κλάματα, ράμματα, θαύματα. Προσδοκά αντάρτικη εκδίκηση ή έστω δικαιοσύνη. Άλλοτε συνουσιάζεται με το μπλε της υπομονής. Γεννούν μωβ ευωδιαστές λεβάντες ή πένθιμες κορδέλες σεβασμού στο αναπόφευκτο. Γραμματόσημο ανοιχτής επιστολής για τον κάτω κόσμο. Νεκρόσημο. Η θλίψη είναι γκρι. Μπανάλ, νεφελώδης, ανέμπνευστη, παρόλα αυτά πολύτιμη. Το γκρι ρούχο ταιριάζει με όλα. Απαλλάσσει από περιττές ανησυχίες της κοινωνικής περσόνας. Η θλίψη είναι καφέ. Καφές της παρηγοριάς. Όση ζάχαρη και αν προσθέσεις πάντοτε θα είναι πικρός. «Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας/ Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας/ Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.»(T. S. Elliot: Wasteland). Η θλίψη είναι ασημί. Σαν το φεγγάρι. Δανείζεται το ημίφως μιας νυσταγμένης συνείδησης για να πει μυστηριώδεις ιστορίες. Να μετατρέψει της αυταπάτες του πραγματικού σε μυθολογικές αλήθειες. Να οδηγήσει στο κρυφό σκολειό της ενδοσκόπησης.

Το σημαντικότερο ίσως δώρο της Αναλυτικής Ψυχολογίας είναι η ιδέα της Εξατομίκευσης. Μας επιτρέπει να φανταστούμε πως κάθε φαινόμενο όταν κοιτάζεται πραγματικά ψυχολογικά, ανθίζει μέσα από το διαλεκτικό του ξετύλιγμα, αποκαλύπτεται παιγνιωδώς στον κόσμο, δημιουργώντας εικόνες από τις γονιμοποιητικές του αντιφάσεις, μας αποπλανεί αφενός στην συναισθηματική- αισθητική αμεσότητα της απόλαυσης, ανοίγει αφετέρου τους ορίζοντες ώστε το ανθρώπινο πνεύμα να επιδοθεί στην ερμηνευτική του ζωτικότητα που αντιμάχεται την κοσμική εμπειρία και με αυτή την φονική έχθρα,  καθιστά την αμεσότητα της εμπειρίας, ακόμη σπουδαιότερη.

Το παραπάνω κείμενο είναι μια απόπειρα να απαλλαγεί, η «Θλίψη» εν προκειμένω, από την μονοχρωματική βεβαιότητα πως ξέρουμε ακριβώς τι είναι, όταν μιλάμε για εκείνη. Όπως και για τις περισσότερες ψυχικές μας αφηγήσεις: ανησυχία, θυμό, άγχος, βάρος, ανηδονία κτλ. Το κείμενο που επιχειρήθηκε δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα πείραμα. Μια άγαρμπη ίσως απόπειρα να δικαιώσουμε τον Jung, όταν υποστηρίζει πως η «ψυχή είναι εικόνα», και πως συνεπώς η θεραπεία δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από την αφοσιωμένη υπηρέτηση των εικόνων μας. Απαιτεί  διάκριση, μεταφορικό θράσος, ανατροπή, επιμονή, αγάπη- την υπομονή να «υποφέρεις την εικόνα» των πραγμάτων και ίσως έτσι συμμετέχεις στον αγώνα τους να εξατομικευτούν τα ψυχικά φαινόμενα, να βουτήξουν στο ήδη υπάρχον βάθος τους. Να εμπνευστούμε να εξατομικεύσουμε, δηλαδή να σμιλεύσουμε με όσο μεράκι διαθέτει ο καθένας, εκείνο που μας έτυχε να είμαστε. Έναν πολύχρωμο εαυτό.

[Από τον Νίκο Ρούσσο, Ψυχολόγο, Μέλος της ΕΕΜΑΨ)